- δυστραπελία
- δυσ-τρᾰπελία or [suff] δυς-εία, ἡ,A difficulty of managing, D.S.4.11, 5.15;
ἐν τοῖς καταγείοις Id.17.82
; unhealthiness,τόπου Iamb.VP19.92
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐν τοῖς καταγείοις Id.17.82
; unhealthiness,τόπου Iamb.VP19.92
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυστραπελία — και δυστραπελεία, η (Α) 1. δυσκολία, δυσκινησία 2. (για έδαφος) κακοτοπιά … Dictionary of Greek